ταβλίν

ταβλίν
τὸ, Μ
βλ. τάβλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασκοδάβλα — η (Μ ἀσκοδάβλα) 1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο 2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»] …   Dictionary of Greek

  • τάβλι — Ειδικό, χωρίς μεγάλο βάθος, ξύλινο κιβώτιο, που ανοίγει ως δίπτυχο. Πρόκειται για τυχερό παιχνίδι, που παίζεται με τη μετακίνηση στις δύο εσωτερικές επιφάνειές του δύο ζαριών, με ορισμένους κανόνες και με βάση τους αριθμούς που δίνουν τα ζάρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”